ἀναφωνέω
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
A call aloud, shout, Plb.3.33.4, LXX 1 Ch.15.28, al., Ev.Luc.1.42; exercise the voice, Aret.CD1.3: esp. practise the voice by declaiming, Plu.2.130c; τὰ πρός τι ἀναπεφωνημένα declamations upon... ib.30e.
2 proclaim, βασιλέα Id.Demetr.18: c. dat., decree, τοῦ ἀναπεφωνημένου Νουμηνίῳ στεφάνου PFay.14.2.
3 ἀναφωνέω τὴν ἐλευθερίαν claim liberty, Artem.1.58, cf. Plu.Cic.27.
4 of poetic utterance, Arist.Mu.400a18, Plu.Cor.32; of any utterance, c. acc., Epicur.Ep.1p.24U., cf. p.27 U.
5 invoke, in Pass., Dam. Pr.125 (quater).
Spanish (DGE)
I intr.
1 clamar, gritar Plb.3.33.4, Plu.Cic.27, κραυγῇ μεγάλῃ Eu.Luc.1.42, cf. LXX 1Pa.15.28.
2 declamar como ejercicio retórico, Plu.2.130c. en v. pas. ἀκούειν ... τῶν πρὸς ἀνδρείαν ἢ σωφροσύνην ἢ δικαιοσύνην ἀναπεφωνημένων oir ... declamaciones sobre el valor o la prudencia o la justicia Plu.2.30e
•ejercitar la voz ἀναφωνέειν χρή Aret.CD 1.3.8.
II tr.
1 expresar, proferir τινας φθόγγους Epicur.Ep.[2] 76, cf. 72, κἀκεῖνο Arist.Mu.400a18, cf. Plu.Cor.32, Brut.24.
2 reclamar c. inf. τὸν ἑαυτοῦ πατέρα μετῆλθαι ἐκ τῆς Διὸς πόλεως UPZ 162.5.26, cf. Artem.1.56.
3 c. dos ac. proclamar Ἀντίγονον καὶ Δημήτριον βασιλέας Plu.Demetr.18
•invocar en v. pas. καὶ τοῦτο (σκότος ἄγνωστον) τρὶς ἀναφωνούμενον οὕτως Dam.Pr.125 quater
•c. dat. decretar en v. pas. τοῦ ἀναπεφωνημένου Νουμενίῳ στεφάνου PFay.14.2 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 214] ausrufen, Pol. 3, 33; laut aussprechen, Arist. mund. 6, 31; öfter Plut. βασιλέα, zum König ausrufen, Demetr. 18; ἐλευθερίαν, vom Sklaven, seine Freiheit reklamiren, Sp., wohin vielleicht Plut. Cic. 27 οἱ ἀναπεφωνηκότες zu ziehen, wenn es nicht einfach »die öffentlichen Ausrufer« bezeichnet; τὰ ἀναπεφωνημένα, Deklamationen, Plut. aud. poet. 10.
French (Bailly abrégé)
ἀναφωνῶ :
1 pousser de grands cris, appeler à grands cris;
2 proclamer : τινα βασιλέα PLUT qqn roi;
3 dire avec emphase ou par exagération poétique;
4 déclamer.
Étymologie: ἀνά, φωνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναφωνέω:
1 издавать крики, кричать, восклицать Polyb.;
2 провозглашать (τινα βασιλέα Plut.): οἱ ἀναπεφωνηκότες Plut. глашатаи;
3 декламировать Arst.: τὰ ἀναπεφωνημένα Plut. декламации.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφωνέω: ἀναφθέγγομαι, ἀναβοῶ, Ἀρετ. π. Θερ. Χρον. Παθ. 1. 3· ἰδίως ἐπὶ ποιητ. ἀναφωνήσεων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 31, Πλούτ. Κορ. 32: -ἀσκῶ τὴν φωνὴν διὰ μεγαλοφώνου ἀπαγγελίας, Πλούτ. 2. 130C· τὰ πρός τι ἀναπεφωνημένα, ἀπηγγελμένα, ὁ αὐτ. 30Ε. 2) ἀνακηρύττω, ἀναγορεύω βασιλέα Πλούτ. Δημήτρ. 18. 3) ἀπαιτῶ μεγαλοφώνως τὴν ἐλευθερίαν μου, ἀναφωνήσαντας ἐλευθερωθῆναι Ἀρτεμίδ. 1. 56, πρβλ. Πλουτ. Κικ. 27, καὶ ἴδε σημ. Κοραῆ (Πλουτ. Β. Παράλλ. τόμ. V. σ. 418).
English (Strong)
from ἀνά and φωνέω; to exclaim: speak out.
English (Thayer)
ἀναφώνω: 1st aorist ἀνεφώνησα; to cry out with a loud voice, call aloud, exclaim: Aristotle, de mund. 6, vol. i., p. 400,18); Polybius, often in Plutarch.)
Greek Monotonic
ἀναφωνέω: μέλ. -ήσω,
1. ξεφωνίζω, αναβοώ, σε Πλούτ.
2. ανακηρύσσω, αναγορεύω, στον ίδ.
Middle Liddell
1. to call aloud, declaim, Plut.
2. to proclaim Plut.
Chinese
原文音譯:¢nafwnšw 安那-賀尼哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向上-聲音
字義溯源:喊叫,大聲喊叫,喊;由(ἀνά)*=上,回復)與(φωνέω / ἐμφωνέω)=發聲)組成;而 (φωνέω / ἐμφωνέω)出自(φωνή)*=聲音)。聖靈給以利沙伯膽量,就能高聲喊說,馬利亞和她懷的胎都是有福的( 路1:42)。參讀 (ἀναβοάω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 喊(1) 路1:42