ἀνδρύνομαι

Revision as of 12:13, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_4)

German (Pape)

[Seite 219] nach VLL. dasselbe, aber zw. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρύνομαι: ἀνδρόομαι, ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Παλλάδ. βί. Ἰω. Χρυσ. σ. 40. 23.

Spanish (DGE)

hacerse hombre ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Pall.V.Chrys.5(M.47.18), ἀνδρυνθέντος δὲ αὐτοῦ τὸν χαρακτῆρα Ps.Callisth.1.13B.