ἀνδρύνομαι
German (Pape)
[Seite 219] nach VLL. dasselbe, aber zw. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρύνομαι: ἀνδρόομαι, ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Παλλάδ. βί. Ἰω. Χρυσ. σ. 40. 23.
Spanish (DGE)
hacerse hombre ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Pall.V.Chrys.5(M.47.18), ἀνδρυνθέντος δὲ αὐτοῦ τὸν χαρακτῆρα Ps.Callisth.1.13B.