ἀνδρύνομαι

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644

German (Pape)

[Seite 219] nach VLL. dasselbe, aber zw. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρύνομαι: ἀνδρόομαι, ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Παλλάδ. βί. Ἰω. Χρυσ. σ. 40. 23.

Spanish (DGE)

hacerse hombre ἀνδρυνθεὶς δὲ τὴν φρένα Pall.V.Chrys.5(M.47.18), ἀνδρυνθέντος δὲ αὐτοῦ τὸν χαρακτῆρα Ps.Callisth.1.13B.