ἀνθρακογραφία
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκογρᾰφία: ἡ, πρόχειρον ἰχνογράφημα δι’ ἄνθρακος, προσχεδίασμα, Γρηγορ. Θαυμ. εἰς Ὠριγ. σ. 50Α.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ dibujo al carboncillo Gr.Thaum.Pan.Or.2.