ον,
A plague of men, murderous, Suid.
[Seite 234] Menschen verderbend, Suid.
ἀνθρωπόλεθρος: -ον, ὄλεθρος τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἐξολοθρεύων τοὺς ἀνθρώπους, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 51, «ὁ φονεὺς» Σουΐδ.: ― ὡσαύτος, -ολέτης, ου, ὁ, Βυζ.
-ονcriminal, asesino Sud., Ἄρης Sch.Gen.Il.21.421.