ἀνθρωπόλεθρος
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ἀνθρωπόλεθρον, plague of men, murderous, Suid.
Spanish (DGE)
-ον
criminal, asesino Sud., Ἄρης Sch.Gen.Il.21.421.
German (Pape)
[Seite 234] Menschen verderbend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπόλεθρος: -ον, ὄλεθρος τῶν ἀνθρώπων, ὁ ἐξολοθρεύων τοὺς ἀνθρώπους, Εὐστ. Πονημάτ. 239. 51, «ὁ φονεὺς» Σουΐδ.: ― ὡσαύτος, -ολέτης, ου, ὁ, Βυζ.
Greek Monolingual
ἀνθρωπόλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που εξολοθρεύει τους ανθρώπους.