ἀντέπειμι

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

(εἶμι

   A ibo) rush upon, meet an advancing enemy, Th.4.33,96, etc.; τινί Id.7.6, cf.Lib.Decl.37.15, Onos.8.2; πρός τι Id.21.8.

German (Pape)

[Seite 246] (s. εἷμι), gegen einen (anrückenden Feind) anrücken, τινί, Thuc. 2, 91 u. öfter; Pol. 11, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέπειμι: (εἶμι) ἀντεπέρχομαι, ἐξέρχομαι εἰς συνάντησιν ἐπερχομένου ἐχθροῦ, καὶ ἅμα ἐκεῖνοι οὐκ ἀντεπῇσαν, ἀλλ’ ἡσύχαζον Θουκ. 4. 33, 96, κτλ.· τινὶ ὁ αὐτ. 7. 6.

French (Bailly abrégé)

impf. ἀντεπῄειν;
marcher contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἔπειμι.

Spanish (DGE)

marchar contra, al encuentro de c. dat. pers. o c. πρός y ac. pers. τοῖς Συρακοσίοις Th.7.6, αὐτῷ D.C.36.14.2, τοῖς πρώτοις στρατεύσασιν Lib.Decl.37.15, πρὸς τὴν ἐκ τοῦ μηνοειδοῦς σχήματος κύκλωσιν Onas.21.8
milit. abs. avanzar en contra o a su vez Th.4.96, Onas.8.2, Polyaen.2.38.2.