ἀνυπομονησία
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπομονησία: ἡ, τὸ μὴ ὑπομένειν, τὸ ἀφόρητον, Νεῖλ. Ἐπιστ. 16, ἔλλειψις ὑπομονῆς, ὡς καὶ νῦν, Μακάρ. 764Β, Ἰω. Κλίμ. 716Α: - Ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, ὁ μὴ ὑπομένων, μὴ ἀνεχόμενος πρᾶγμά τι, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de resistencia, ἀκηδία, ὀλιγωρία, ἀ. Mac.Aeg.M.34.436A, cf. Nil.M.79.189D.