ἀξιογέραστος
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιογέραστος: -ον, ἄξιος βραβείου, Νικόλ. Μεθών. ἔκδ. Ἀνδρον. Δημητρακοπούλου, σ. 4.
Spanish (DGE)
-ον
que merece honrarse subst. τὸ ἀ. τοῦ ἀνδρός Tz.Comm.Ar.3.904.2.
ἀξιογέραστος: -ον, ἄξιος βραβείου, Νικόλ. Μεθών. ἔκδ. Ἀνδρον. Δημητρακοπούλου, σ. 4.
-ον
que merece honrarse subst. τὸ ἀ. τοῦ ἀνδρός Tz.Comm.Ar.3.904.2.