ἀποστολεῖον
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστολεῖον: τό, ἐκκλησία καθιερωμένη εἰς Ἀπόστολόν τινα, εἰς μνήμην Ἀπ. τινός, Ἐκκλ.: ἐνίοτε γράφεται ἀποστόλιον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
templo, iglesia dedicada a un apóstol ἐπὶ τιμῇ Πέτρου καὶ Παύλου ... ἐδείματο καὶ ἀποστολεῖον ἐξ αὐτῶν ὠνόμασε Soz.HE 8.17.3, de la basílica de San Pedro en Roma, Soz.HE 9.10.4.