ἀροτρευτήρ

Revision as of 12:17, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_6)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A = ἀροτήρ, ἀρούρης AP9.299 (Phil.); πόντου ib.242 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 357] ῆρος, ὁ, der Pflüger; πόντου, Schiffer, Antiphil. 41 (IX, 242).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτρευτήρ: ὁ, = ἀροτήρ, ταῦροι .. ἀροτρευτῆρες ἀρούρης Ἀνθ. Π. 9. 299· πόντου ἀροτρευτὴρ ἐπιδέξιος αὐτόθι 242.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
arador, labrador (ταῦροι) ἀροτρευτῆρες ἀρούρης AP 9.299 (Phil.)
fig. πόντου ἀ. marinero, AP 9.242 (Antiphil.).