ἀροτήρ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
[ᾰ], -ῆρος, ὁ,
A plougher, husbandman, Il.18.542, 23.835, Hecat.335J., E.El.104, etc.: in Prose, Σκύθαι ἀροτῆρες, opp. νομάδες, Hdt.4.17, cf. 191, 1.125, 7.50.
2 as adjective, βοῦς ἀροτήρ = steer for ploughing, Hes.Op.405, Arat.132, Plu.Pyrrh.5, OGI519.21 (Asia Minor, iii A. D.), etc.; ὁλκός Nonn.D.3.192; τένων Orph.H.40.8.
II metaph., begetter, father, τέκνων E.Tr.135 (lyr.); εὐτεκνίης IG14.1615.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
I 1arador, yuntero πολλοὶ δ' ἀροτῆρες ... ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα Il.18.542, cf. 23.835, Hes.Sc.286
•gener. labrador, campesino σιτοφάγοι καὶ ἀροτῆρες Hecat.335, Σκύθαι ἀ. Hdt.4.17, de los pueblos persas, Hdt.1.125, cf. 4.191, E.El.104, Call.Dian.176, A.R.4.1630, PTeb.886.69, 99 (II a.C.), LXX Is.61.5, Philostr.Iun.Im.10.12
•op. νομάδες: ἐπ' ἀροτῆρας δὲ καὶ οὐ νομάδας στρατευόμεθα ἄνδρας Hdt.7.50
•fig. c. gen. cultivador Πιερίδων ἀροτῆρι Orác. en SEG 27.678.11 (Ostia II/III d.C.), σοφίης ... καὶ εὐτεκνίης ἀροτῆρα IUrb.Rom.1218.
2 fig. c. gen. padre τέκνων E.Tr.135, γενεῆς ἀροτῆρες perpetuadores de la familia, SEG 32.1025.4 (Ostia III d.C.).
II como adj. arador, labrador βοῦς ἀ. Hes.Op.405, Arat.132, Plu.Pyrrh.5, OGI 519.21 (Asia Menor III d.C.), Nonn.D.2.51, cf. Orph.H.40.8, Pamprepius 3.131, ὁλκός Nonn.D.3.192.
German (Pape)
[Seite 357] ῆρος, ὁ, der Pflüger, Ackerer, Il. 23, 835. 18, 542; βοῦς, Pflugochse, Hes. O. 405; sp. D.; Her. 1, 125. 4, 17; selten in sp. Prosa, Plut. Pyrrh. 5; Longus 1, 8; übertr., Vater, τέκνων Eur. Tr. 135; εὐτεκνίης Ep. ad. 738 (App. 356).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
laboureur ; adj. βοῦς ἀροτήρ bœuf de labour.
Étymologie: ἀρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀροτήρ: ῆρος (ᾰ) ὁ
1 земледелец, пахарь Hom., Her.: βοῦς ἀ. Hes., Plut., Luc. рабочий вол;
2 перен. родитель, отец Eur., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀρῶν, ὁ ὀργώνων, Ἰλ. Σ. 542., Ψ. 835, Εὐρ. Ἠλ. 104 κτλ.· ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, Σκύθαι ἀροτῆρες, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ νομάδες, Ἡρόδ. 4. 17, πρβλ. 191., 1. 125., 7. 50· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζ. ὡς ἐν Πλουτ. Πύρρ. 5. 2) ὡς ἐπίθ. βοῦς ἀροτήρ, ὅν μεταχειρίζονται πρὸς ἄροσιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 403, Ἄρατ. 132, ὀλκὸς Νόνν. Δ. 3. 192. ΙΙ. μεταφ. ὁ γεννήτωρ, ὁ πατήρ, τῶν πεντήκοντα ἀροτῆρα τέκνων Εὐρ. Τρω. 135, πρβλ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 356.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἀροτήρ, ο (Α) αρώ
1. αυτός που οργώνει, ο ζευγολάτης
2. (για ζώα) αυτό που χρησιμοποιείται στο όργωμα, το καματερό.
Greek Monotonic
ἀροτήρ: -ῆρος, ὁ (ἀρόω)·
I. αγρότης, γεωργός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· Σκύθαι ἀροτῆρες, αντίθ. προς το νομάδες, σε Ηρόδ.· επίθ., βοῦς ἀροτήρ, βόδι για όργωμα, σε Ησίοδ.
II. μεταφ., γεννήτορας, πατέρας, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἀρόω
I. a plougher, husbandman, Il., Eur.; Σκύθαι ἀροτῆρες, opp. to νομάδες, Hdt.:—adj., βοῦς ἀροτήρ a steer for ploughing, Hes.
II. metaph. a father, Eur.