βακχιάζω
From LSJ
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
German (Pape)
[Seite 427] = βακχεύω, Eur. Cycl. 204 Bacch. 931.
Spanish (DGE)
1 ser presa del delirio báquico βακχιάζων ἐξ ἕδρας μεθώρμισα E.Ba.931, τότε βακχίαζε Philod.Scarph.14.
2 estar ebrio τί βακχιάζετ'; E.Cyc.204.