δημιοπληθής
English (LSJ)
ές,
A abounding for public use, κτήνη δ. cattle of which the people have large store, A.Ag. 129 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 562] ές, was das Volk in Menge hat; κτήνη Aesch. Ag. 128.
Greek (Liddell-Scott)
δημιοπληθής: -ές, ἄφθονος πρὸς χρῆσιν τοῦ δήμου, κτήνη δ., κτήνη, ὧν ὁ δῆμος ἔχει μέγα πλῆθος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 128.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
que le peuple possède en abondance.
Étymologie: δῆμος, πλῆθος.
Spanish (DGE)
-ές
abundante para el pueblo, que el pueblo posee en abundancia κτήνη A.A.129.