διακυρίττομαι

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

German (Pape)

[Seite 585] eigtl. sich untereinander wie die Böcke stoßen, im Stoßen wetteifern, Sp., τινί.

Greek (Liddell-Scott)

διακῠρίττομαι: ἀποθ., κερατίζω τινά, προσβάλλω τινὰ διὰ τῶν κεράτων δίκην τράγου, ἀντιμάχομαι, τινὶ Συνές. 77C.

Spanish (DGE)

darse de cabezadas, toparse, chocarse διακυρίττεται δεδιδαγμένῳ κριῷ (para alardear de la dureza de su cráneo), Synes.Calu.13, cf. Hsch.
fig. ὁ πάντα τολμῶν ... αὐτῷ διακυρίττεται τῷ θεῷ Synes.Ep.41 (p.64).