διπλασιαζομένως
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διπλασιάζω en forma doble, de dos modos δ. κέχρηται ὁ σωτήρ Ammon.Io.53.
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
adv. sobre el part. perf. pas. de διπλασιάζω en forma doble, de dos modos δ. κέχρηται ὁ σωτήρ Ammon.Io.53.