διπλασιαζομένως

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. pas. de διπλασιάζω en forma doble, de dos modos δ. κέχρηται ὁ σωτήρ Ammon.Io.53.