διώκτριος
From LSJ
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 perseguidor, acosador de pers. τὰς διωκτρίας προπομποὺς εἰποῦσαι Sch.A.Eu.206 (p.213), de abstr. ἁμαρτία Gr.Naz.M.36.644A.
2 que pone en fuga, que ahuyenta de la oración δ. πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως Nil.M.79.457C.