δρυμά
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
French (Bailly abrégé)
τὰ, pl. irrég. de δρυμός.
Spanish (DGE)
(δρῠμά) -ῶν, τά
• Prosodia: [-ῡ- D.P.492, Opp.C.1.64]
espesura, monte διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην Il.11.118, Od.10.150, 197, ἀνὰ δ. πυκνὰ καὶ ὕλην Hes.Fr.204.131, cf. Od.10.251, Simm.15, Nonn.D.21.190, Q.S.2.382, 7.715, ὑπὸ δ. πυκνὰ καὶ ὕλας Orph.A.678, μετὰ δ. Κεραύνια D.P.l.c., cf. Opp.l.c.