ἐγκαθικνέομαι
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
Spanish (DGE)
bajar hasta, descender (τὴν θείαν φύσιν) τοῖς τῆς κτίσεως ἐγκαθικέσθαι μέτροις que (la naturaleza divina) descendió al nivel de las cosas creadas Cyr.Al.Nest.1.proem. (p.15.14).