δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 712] ἡ, Einschnitt, Sp.
ἐγχᾰρᾰγή: ἡ, ἐντομή, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 43. 20.
-ῆς, ἡincisión, escritura γράμματος ἐ. Acac.B.Ep.Max.p.162.