εἰσίπταμαι

Revision as of 12:27, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

English (LSJ)

   A = εἰσπέτομαι (q. v.).

German (Pape)

[Seite 743] (s. ἵπταμαι), hineinfliegen; πέτρην Il. 21, 494; εἰς τὸν ἀέρα Ar. Av. 1173; übertr., ἡ φήμη ἐςέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Her. 9, 100; ἡ κλῃδών σφι ἐςέπτατο 101; περιστερᾶς εἰς τὸν νεὼν εἰσπτάσης Ath. IX, 395 a.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσίπταμαι: μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ εἰσπέτομαι, ἴδε τὴν λέξιν.

French (Bailly abrégé)

ao. εἰσεπτάμην, ao.2 εἰσέπτην;
1 entrer en volant;
2 voler à travers ; fig.φήμη ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον HDT le bruit se répandit rapidement à travers le camp ; avec un dat. de pers. arriver rapidement jusqu’à qqn.
Étymologie: εἰς, ἵπταμαι.

Spanish (DGE)

volar hacia, abatirse sobreεἰς τὰς κοίλας δρῦς de un insecto, Clitarch.14.