ἐλλογίζω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
German (Pape)
[Seite 801] = Vor., Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλλογίζω: τῷ προηγ., Κλήμ. Ἀλ. 510.
Spanish (DGE)
1 calcular, hacer la cuenta de ἐλλογιττάνθω ... τὸ σουναγμένον ἀπὸ τᾶς τιμᾶς que hagan la cuenta de la suma reunida de resultas de este precio, SEG 43.205.25 (Coronea III a.C.).
2 imputar en v. pas. ἵνα μὴ ἡ κόλασις αὐτῷ ἐλλογισθῇ Clem.Al.Strom.3.1.3.