ἐνορχής
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Spanish (DGE)
-ές
entero, sin castrar παῖδας ... ἐξέταμνον καὶ ἐποίευν ἀντὶ εἶναι ἐνορχέας εὐνούχους Hdt.6.32, cf. 8.105, de anim. τρία ἱερῆιια τέλεια· τούτων ἓν θῆλυ, ἓν δὲ ἐνορχές Milet 1(3).133.20 (V a.C.).