adj.
Ar. and P. ἄγροικος, V. ἀγρώστης (Soph., Frag.), ἄγραυλος. Provincial: P. and V. ἀρουραῖος (Aesch., Frag.). Agrarian: Ar. and P. γεωργικός.
ἀγρότερος, ἀγροικικός, ἀγροτικός