προσσαίρω
English (LSJ)
prop.
A grin or snarl at: metaph., ῥόδα προσσεσηρώς grinning roses, Pherecr.131.2; τὸ προσσεσηρός M.Ant.1.15, cf. Poll. 6.123; δέρτροισι -σεσηρότες, of shipwrecked sailors, Lyc.880.
prop.
A grin or snarl at: metaph., ῥόδα προσσεσηρώς grinning roses, Pherecr.131.2; τὸ προσσεσηρός M.Ant.1.15, cf. Poll. 6.123; δέρτροισι -σεσηρότες, of shipwrecked sailors, Lyc.880.