προσσαίρω

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσσαίρω Medium diacritics: προσσαίρω Low diacritics: προσσαίρω Capitals: ΠΡΟΣΣΑΙΡΩ
Transliteration A: prossaírō Transliteration B: prossairō Transliteration C: prossairo Beta Code: prossai/rw

English (LSJ)

prop. grin or snarl at: metaph., ῥόδα προσσεσηρώς grinning roses, Pherecr.131.2; τὸ προσσεσηρός M.Ant.1.15, cf. Poll. 6.123; δέρτροισι -σεσηρότες, of shipwrecked sailors, Lyc.880.

German (Pape)

[Seite 780] angrinzen; bei Lycophr. 880 v.l. für προσαίρω; Pherecrat. bei Ath. XV, 685 a sagt μελιλώτινον λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς, Rosen, d. i. lieblich anlachend.

Greek (Liddell-Scott)

προσσαίρω: σαίρω πρός τινα ὡς ὁ κύων, Λυκόφρ. 880· ῥόδα προσσεσηρώς, ὡς τὸ κάρδαμον βλέπων, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 2· τὸ προσσεσηρὸς Μᾶρκ. Ἀντων. 1. 15, πρβλ. Πολυδ. Ϛ΄, 123.

Greek Monolingual

Α
1. δείχνω τα δόντια μου σε κάποιον σαν να είμαι σκύλος
2. (κυρίως μτφ.) γελώ σε κάποιον ειρωνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σαίρω «τραβώ τα χείλη προς τα πίσω, χαμογελώ»].