δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
ἀνθοσύνη, ἀφθονία, δαψίλεια, ἀμφιλάφεια, ἄδεια, ἕλπος, ἐκτένεια, βάρος, ἁδροτής