προφθάνω
English (LSJ)
[ᾰ],
A outrun, anticipate, c. acc., προφθάσασα καρδία γλῶσσαν A.Ag.1028 (lyr.); ἐγὼ . . σε προφθάσας λέγω . . Pl.R.500a, cf. PCair.Zen.520.2 (iii B.C.): c. part., προὔφθης με παρακύψασα Ar.Ec. 884, cf. Th.7.73, LXX 1 Ki.20.25, al.: c. gen., προέφθασα τοῦ φυγεῖν ib.Jn.4.2, cf. 1 Ma.10.4. 2 abs., to be beforehand, στόματι E.Ph. 1385, Theo Sm.p.160H.: aor. Med., προφθάμενος A.R.4.913.