προφθάνω
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
[ᾰ],
A outrun, anticipate, c. acc., προφθάσασα καρδία γλῶσσαν A.Ag.1028 (lyr.); ἐγὼ.. σε προφθάσας λέγω.. Pl.R. 500a, cf. PCair.Zen.520.2 (iii B.C.): c. part., προὔφθης με παρακύψασα Ar.Ec. 884, cf. Th.7.73, LXX 1 Ki.20.25, al.: c. gen., προέφθασα τοῦ φυγεῖν ib.Jn.4.2, cf. 1 Ma.10.4.
2 abs., to be beforehand, στόματι E.Ph. 1385, Theo Sm.p.160H.: aor. Med., προφθάμενος A.R.4.913.
German (Pape)
[Seite 797] (s. φθάνω), Einem zuvorkommen; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν ἂν τάδ' ἐξέχει, Aesch. Ag. 1028; προφθῆναι θέλων, Eur. Phoen. 1394; προὔφθης με παρακύψασα, Ar. Eccl. 884; Thuc. 3, 69; ἐγώ σε προφθάσας λέγω, Plat. Rep. VI, 500 a; προφθάσας αὐτὸν ἔφη, Ath. III, 109 b, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
prévenir, devancer, acc.;
NT: anticiper.
Étymologie: πρό, φθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-φθάνω te snel af zijn, vóór zijn; met acc..; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν mijn hart dat mijn tong te snel af is Aeschl. Ag. 1028; met ptc..; προὔφθης με παρακύψασα je bent me voor met gluren Aristoph. Eccl. 884; abs.. στόματι προφθῆναι θέλων omdat ik hem met mijn speer vóór wilde zijn Eur. Phoen. 1385.
Russian (Dvoretsky)
προφθάνω: (ᾰ) упреждать, предупреждать, тж. предвосхищать: ἐγώ σε προφθάσας λέγω Plat. я вместо тебя отвечу; δεδιὼς μὴ προφθάσωσι διελθόντες Thuc. боясь, как бы (афиняне) не успели раньше пройти; νῦν μέν με παρακύψασα προὔφθης Arph. а ты выглянула из окна раньше меня; προφθάσασα καρδία γλῶσσαν Aesch. сердце, опередив язык, т. е. почувствовав все прежде, чем явились слова.
English (Strong)
from πρό and φθάνω; to get an earlier start of, i.e. anticipate: prevent.
English (Thayer)
1st aorist προέφθασα; to come before, to anticipate: αὐτόν προεφθασε λέγων, he spoke before him (R. V. spake first to him), or anticipated his remark, Aeschylus, Euripides, Aristophanes, Plutarch; the Sept..)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν
1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων»
ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν»
Αισχύλ.)
2. την κατάλληλη στιγμή διασώζω κάποιον από κίνδυνο ή καταστροφή (α. «πρόφτασε, Παναγιά μου» β. «τὸ πρωϊ τὸ ἔλεός Σου προφθάσει με»
ΠΔ)
νεοελλ.
διαθέτω τον απαιτούμενο χρόνο, χρήμα, αντοχή κ.λπ. (α. «δεν προφταίνω να τελειώσω τη δουλειά μου απόψε» β. «δεν προφταίνω τα έξοδα τών παιδιών» γ. «έτρεχε γρήγορα, δεν μπορούσα να τον προφτάσω»).
Greek Monotonic
προφθάνω: [ᾰ], μέλ. -φθάσω [ᾰ] και -φθήσομαι, αόρ. αʹ -έφθᾰσα, αόρ. βʹ προὔφθην (όπως αν προερχόταν από ρήμα σε -μι)·
1. φθάνω, προφταίνω, με αιτ., σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. απόλ., βρίσκομαι εκ των προτέρων, προλαβαίνω, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προφθάνω: [ᾰ], μέλλ. -φθάσω [ᾰ] καὶ -φθήσομαι· - φθάνω πρὸ ἄλλου, προλαμβάνω, προφθάνω, μετ’ αἰτ., προφθάσασα καρδία γλῶσσαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1028· ἐγὼ… σε προφθάσας λέγω… Πλάτ. Πολ. 500Α· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., προὔφθης με παρακύψασα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 884, πρβλ. Θουκ. 7. 73. 2) ἀπολ., προλαμβάνω, προφθῆναι θέλων «προλαβεῖν θέλων» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 1385 ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ., προφθάμενος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 913, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 13. 19.
Middle Liddell
fut. -φθάσω fut. -φθήσομαι aor1 -έφθᾰσα aor2 προὔφθην
1. to outrun, anticipate, c. acc., Aesch., Plat.
2. absol. to be beforehand, Eur.
Chinese
原文音譯:profq£nw 普羅-弗他挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-超越
字義溯源:先發制人,先,先來,預期;由(πρό)*=前)與(φθάνω)*=先到)組成
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 先(1) 太17:25
Lexicon Thucydideum
antevertere, to outstrip, surpass, 3.69.2. 7.73.1, 7.73.3, 8.51.1.