ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
amaurōsis, f. (ἀμαύρωσις), die Verdunkelung, Oribas. syn. 8, 54.
ἀμαύρωσις