coronaria
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Latin > French (Gaffiot 2016)
cŏrōnārĭa, æ, f., bouquetière : Plin. 21, 4.
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
cŏrōnārĭa, æ, f., bouquetière : Plin. 21, 4.
ἀκυλλώνιον, γερανοπόδιον, βάλαρις, ἀθάνατος