estimulante
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Spanish > Greek
ἀγέρωχος, διενεργητικός, διεγερτικός, ἐκκλητικός, ἐντατικός, ἐγερτικός
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
ἀγέρωχος, διενεργητικός, διεγερτικός, ἐκκλητικός, ἐντατικός, ἐγερτικός