esclavizar
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Spanish > Greek
δουλοποιέω, δουλαγωγέω, ἐξανδραποδίζω, δουλόω, ἐξαιχμαλωτίζω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
δουλοποιέω, δουλαγωγέω, ἐξανδραποδίζω, δουλόω, ἐξαιχμαλωτίζω