irreparable
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἀνήκεστος.
Spanish > Greek
ἀπογνώσιμος, δυσαπόληπτος, ἀνήκεστος, ἄτρεπτος, ἀναπάλλακτος, ἀνεπανόρθωτος