ἱερακοπρόσωπος
English (LSJ)
ον,
A hawk-faced, PMag. Leid.W.1.39, Porph. ap. Eus.PE3.12.
German (Pape)
[Seite 1240] mit einem Habichtsgesichte, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον ἱέρακος (ἴδε ἱερακόμορφος), Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 116D.