ἱερακόμορφος
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ἱερακόμορφον, hawk-shaped, of the Egyptian god Phrê (the Sun), represented with a hawk's head, Ph.Bybl. ap. Eus.PE1.10, Horap.1.6, S.E.P.3.219, PMag.Leid.W.9.43.
German (Pape)
[Seite 1240] von Habichtsgestalt, θεοί Sext. Emp. pyrrh. 3, 219.
Russian (Dvoretsky)
ἱερᾱκόμορφος: ястребообразный, имеющий образ ястреба (θεοί, sc. τῶν Αἰγυπτίων Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερᾱκόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν ἱέρακος· ἐπὶ τοῦ Αἰγυπτίου θεοῦ Φρὲ (τοῦ Ἡλίου), ὃν ἐζωγράφουν μετὰ κεφαλῆς ἱέρακος, Φίλων παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 41D, Ὡραπόλλ. 1. 6, Σέξτ. Ἐμπ.· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 232. 3, A.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱερακόμορφος, -ον)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερακόμορφα
τάξη πτηνών στην οποία περιλαμβάνονται οι αετοί, τα γεράκια, οι γύπες, οι κόνδορες και άλλα παρόμοια πουλιά, τα οποία μαζί με τα γλαυκόμορφα συγκροτούν την ομάδα τών αρπακτικών
αρχ.
(για τον Αιγύπτιο θεό Ήλιο) αυτός που εικονίζεται με μορφή γερακιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ιερακόμορφος < ιέραξ, -ακος + -μορφος < μορφή (πρβλ. αυτόμορφος, χαριτόμορφος), ενώ το νεοελλ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. falconiformes].
Léxico de magia
-ον que tiene forma de halcón de la cabeza de Helios-Fre γράψον εἰς τὸ Ἑλληνικὸν νίτρον κορκόδειλον ἱερακόμορφον dibuja en el natrón helénico un cocodrilo con forma de halcón P XIII 386