προμαντεύομαι

Revision as of 10:31, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

English (LSJ)

   A prophesy, foretell, divine, abs., Hdt.3. [125]: c. acc., [ψυχὴ] π. τὰ μέλλοντα Arist.Fr.10; foresee, E.Fr.482; τὸν ὄλεθρόν τινι ἔκ τινος D.C.57.20; π. ὡς . . Luc.DDeor.16.1: c.acc. et inf., Id.DMort.11.2:—Act. προμαντεύω in Plu.Cat.Ma.23.

German (Pape)

[Seite 733] dep. med., vorher weissagen, τὰ μέλλοντα, Luc. Conviv. 17 u. öfter; u. a. Sp.; bei Plut. Cat. mai. 23 auch im activ.

Greek (Liddell-Scott)

προμαντεύομαι: ἀπολ., προφητεύω, Ἡρόδ. 3. 125, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12· μετ’ αἰτ., προλέγω, τι Εὐρ. Ἀποσπ. 485· τὸν ὄλεθρόν τινι Δίων Κ. 57. 20· πρ. ὡς..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 11. 2. ― Ἐνεργ., προμαντεύω παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβ. 23.

Spanish

vaticinar, profetizar