προμαντεύομαι
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
prophesy, foretell, divine, abs., Hdt.3. [125]: c. acc., [ψυχὴ] π. τὰ μέλλοντα Arist.Fr.10; foresee, E.Fr.482; τὸν ὄλεθρόν τινι ἔκ τινος D.C.57.20; π. ὡς… Luc.DDeor.16.1: c.acc. et inf., Id.DMort.11.2:—Act. προμαντεύω in Plu.Cat.Ma.23.
German (Pape)
[Seite 733] dep. med., vorher weissagen, τὰ μέλλοντα, Luc. Conviv. 17 u. öfter; u. a. Sp.; bei Plut. Cat. mai. 23 auch im activ.
Greek (Liddell-Scott)
προμαντεύομαι: ἀπολ., προφητεύω, Ἡρόδ. 3. 125, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12· μετ’ αἰτ., προλέγω, τι Εὐρ. Ἀποσπ. 485· τὸν ὄλεθρόν τινι Δίων Κ. 57. 20· πρ. ὡς..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 11. 2. ― Ἐνεργ., προμαντεύω παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβ. 23.
Spanish
Greek Monotonic
προμαντεύομαι: μέλ. -σομαι, αποθ.· προφητεύω, σε Ηρόδ.· με αιτ., προμαντεύω, προλέγω, σε Λουκ.
Middle Liddell
fut. σομαι
Dep. to prophesy, Hdt.:c. acc. to foretell, predict, Luc.
Léxico de magia
vaticinar, profetizar P III 308 (fr. lac.)