διερμηνευτής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A interpreter, v. l. in 1 Ep.Cor.14.28.
Greek (Liddell-Scott)
διερμηνευτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτής, ἐξηγητής, διάφ. γραφ. ἐν α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιδ', 28, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
interprète.
Étymologie: διερμηνεύω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ intérprete, 1Ep.Cor.14.28, Hsch.s.u. ὑποφῆται.
English (Strong)
from διερμηνεύω; an explainer: interpreter.
English (Thayer)
διερμηνευτου, ὁ (διερμηνεύω, which see), an interpreter: L Tr WH marginal reading ἑρμηνευτής.). (Ecclesiastical writings.)