χριστιανοσύνη

From LSJ
Revision as of 06:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

η, ΝΜ, και πιθ. γρφ. χριστιανωσύνη Μ
το σύνολο τών χριστιανών
νεοελλ.
η ιδιότητα του χριστιανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + κατάλ. -σύνη].