χριστιανοσύνη
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
Greek Monolingual
η, ΝΜ, και πιθ. γρφ. χριστιανωσύνη Μ
το σύνολο τών χριστιανών
νεοελλ.
η ιδιότητα του χριστιανού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + κατάλ. -σύνη].