χρυσεόκαρπος
From LSJ
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
German (Pape)
[Seite 1379] = χρυσόκαρπος, Drac. p. 36.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεόκαρπος: -ον, = χρυσόκαρπος, Δράκων 36.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. χρυσόκαρπος.