Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
η / ὠμοπλάτη, ΝΜΑ
ανατ. καθένα από τα πλατιά τριγωνικά οστά που βρίσκονται κάτω από τους ώμους στην οπίσθια επιφάνεια του θώρακα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το μέρος της ράχης κάτω από τον ώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + πλάτη.