ψευδωνύμως
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
French (Bailly abrégé)
adv.
faussement.
Étymologie: ψευδώνυμος.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. ψευδώνυμος.
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
adv.
faussement.
Étymologie: ψευδώνυμος.
ΝΜΑ
επίρρ. βλ. ψευδώνυμος.