ψυχροπαγής
English (LSJ)
A v. ψυχροσταγής.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψυχροσταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -παγής (< θ. πᾰγ- του πήγνυμι), πρβλ. ὑγρο-παγής].
A v. ψυχροσταγής.
-ές, Α
ψυχροσταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -παγής (< θ. πᾰγ- του πήγνυμι), πρβλ. ὑγρο-παγής].