χρυσοχέρης
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
Greek (Liddell-Scott)
χρυσοχέρης: ὁ, ἐπώνυμον Ἰωάννου τινός, Φωτ. ἐπιστ. ξ΄ , ἔκδ, Ἰω. Βαλ. σ. 360. Ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος ἢ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ὀνομάζεται Ἑλληνικώτερον δῆθεν παρὰ Γενεσίῳ (σ. 121, 15, ἔκδ. Βόν.) Χρυσόχειρ. Ἀλλὰ κατὰ τι διαφέρει τὸ Χρυσοχέρης τοῦ ἀρχαίου Οἰδιπόδης; κατ’ οὐδέν. Ὅτι δὲ καὶ τὴν σήμερον παρ’ ἡμῖν ἐν χρήσει τὸ χρυσοχέρης, γνωστόν, Συναγωγὴ λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-α, -ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜ
μτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χέρης (< θ. χερ- της λ. χείρ)].