χρυσοχέρης

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek (Liddell-Scott)

χρυσοχέρης: ὁ, ἐπώνυμον Ἰωάννου τινός, Φωτ. ἐπιστ. ξ΄ , ἔκδ, Ἰω. Βαλ. σ. 360. Ὁ αὐτὸς ἄνθρωπος ἢ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ὀνομάζεται Ἑλληνικώτερον δῆθεν παρὰ Γενεσίῳ (σ. 121, 15, ἔκδ. Βόν.) Χρυσόχειρ. Ἀλλὰ κατὰ τι διαφέρει τὸ Χρυσοχέρης τοῦ ἀρχαίου Οἰδιπόδης; κατ’ οὐδέν. Ὅτι δὲ καὶ τὴν σήμερον παρ’ ἡμῖν ἐν χρήσει τὸ χρυσοχέρης, γνωστόν, Συναγωγὴ λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-α, -ικο / χρυσοχέρης, ὁ, ΝΜ
μτφ. αυτός που έχει χρυσά χέρια, που διακρίνεται για την εργατικότητα και την επιδεξιότητά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χέρης (< θ. χερ- της λ. χείρ)].