ψαλμικός
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
German (Pape)
[Seite 1390] vom Psalme, zum Psalme gehörig, wie ein Psalm, auch adv., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψαλμικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τοὺς ψαλμούς, ἐκ τῶν ψαλμῶν, Ἰω. Μόσχ. 2852Β. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσοστ. τ. 6, σελ. 976, 5, Γρηγ. Νύσσ. σ. 143, ἔκδ. Ρώμης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψαλμικός, -ή, -όν, ΝΜ ψαλμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ψαλμούς («ψαλμικός τόνος»)
μσν.
αυτός που μοιάζει με ψαλμό.
επίρρ...
ψαλμικώς / ψαλμικῶς, ΝΜ, και ψαλμικά Ν
με ψαλμούς.