ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
-ον, Ααυτός που μοιράζει χρυσό, που εκτελεί πληρωμές.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -νόμος].